εγκυλίνδω — ἐγκυλίνδω και ἐγκυλίω (Α) 1. περιτυλίσσω 2. μέσ. κυλιέμαι μέσα σε κάτι 3. παθ. παρασύρομαι, περιπλέκομαι … Dictionary of Greek
ἐγκυλινδόμενον — ἐγκυλίνδω roll pres part mp masc acc sg ἐγκυλίνδω roll pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεκυλῖσθαι — ἐγκυλίνδω roll perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκυλῖσαι — ἐγκυλίνδω roll aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκυλισθέντα — ἐγκυλῑσθέντα , ἐγκυλίνδω roll aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐγκυλῑσθέντα , ἐγκυλίνδω roll aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
ἐγκεκυλισμένοις — ἐγκεκυλῑσμένοις , ἐγκυλίνδω roll perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεκύλισται — ἐγκεκύλῑσται , ἐγκυλίνδω roll perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκυλισαμένη — ἐγκυλῑσαμένη , ἐγκυλίνδω roll aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκυλισθεῖσαν — ἐγκυλῑσθεῖσαν , ἐγκυλίνδω roll aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκυλισθείς — ἐγκυλῑσθείς , ἐγκυλίνδω roll aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)