ἐγκυλίνδω

ἐγκυλίνδω
ἐγκῠλίνδ-ω ([full] ἐγκυλῑω Hp.Mul.1.75, Arist.Pr.914a22, Vett.Val.118.15, etc.), [tense] fut. -κυλίσω [ῑ]:—
A roll or wrap up in,

πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.146.2

; τι ἐς ἔριον Hp.l.c.
II metaph. in [voice] Pass., to be involved in,

εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς X.Mem.1.2.22

, cf. Vett. Val. l.c.;

εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις D.H.11.36

;

ἐν κακοῖς Porph.Chr. 26

;

πράγμασι Cat.Cod.Astr.7.208

:—in [tense] aor. [voice] Med.,

ἐγκυλίσασθαι Luc. Hipp.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εγκυλίνδω — ἐγκυλίνδω και ἐγκυλίω (Α) 1. περιτυλίσσω 2. μέσ. κυλιέμαι μέσα σε κάτι 3. παθ. παρασύρομαι, περιπλέκομαι …   Dictionary of Greek

  • ἐγκυλινδόμενον — ἐγκυλίνδω roll pres part mp masc acc sg ἐγκυλίνδω roll pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκυλῖσθαι — ἐγκυλίνδω roll perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυλῖσαι — ἐγκυλίνδω roll aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυλισθέντα — ἐγκυλῑσθέντα , ἐγκυλίνδω roll aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐγκυλῑσθέντα , ἐγκυλίνδω roll aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • ἐγκεκυλισμένοις — ἐγκεκυλῑσμένοις , ἐγκυλίνδω roll perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκύλισται — ἐγκεκύλῑσται , ἐγκυλίνδω roll perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυλισαμένη — ἐγκυλῑσαμένη , ἐγκυλίνδω roll aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυλισθεῖσαν — ἐγκυλῑσθεῖσαν , ἐγκυλίνδω roll aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυλισθείς — ἐγκυλῑσθείς , ἐγκυλίνδω roll aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”